- ὑπεναντίωμα
- ὑπεναντί-ωμα, ατος, τό,A contradiction, Arist.Po.1461a32.II self-contradiction, Id.SE 181b5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπεναντίωμα — contradiction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεναντίωμα — ώματος, τὸ, Α [ὑπεναντιοῡμαι] 1. υπεναντιότητα 2. η αντίφαση κάποιου προς τον εαυτό του … Dictionary of Greek